- θεσμῳδός
- θεσμῳδ-ός, ὁ,A giver of θεσμοί, Id. ap. Eus.PE8.7, BMus.Inscr.4.481*.457 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεσμωδός — θεσμῳδός, ὁ (Α) αυτός που χορηγεί θεσμούς, αυτός που καθιερώνει νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + ῳδός (< ῳδή), πρβλ. τραγ ῳδός, χορ ῳδός] … Dictionary of Greek
θεσμῳδούς — θεσμῳδός giver of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμωδώ — θεσμῳδῶ, έω (Α) [θεσμῳδός] (η παθ. μτχ.) τὰ θεσμῳδούμενα οι χρησμοί … Dictionary of Greek
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek